συναρθμούμαι

συναρθμούμαι
-όομαι, Α
είμαι συναρμοσμένος («ὁ τράχηλος συναρθμοῡται», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀρθμῶ «ενώνω, συνδέω» (< ἀρθμός «σύνδεσμος, φιλία») κατά τα συνηρημένα σε -όω / -].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”